- πολυπότις
- -ιδος, ἡ, Αβλ. πολυπότης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπότις — hard drinker fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπότιν — πολυπότις hard drinker fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπότης — και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, ιδος, Α αυτός που πίνει πολύ κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek